Αλώα

Αλώα
Αρχαία γιορτή στην Αθήνα και την Ελευσίνα, αφιερωμένη στη Δήμητρα, την Κόρη (Περσεφόνη) και τον Διόνυσο. Σχετικά με τον σκοπό για τον οποίο την τελούσαν, υπάρχουν δύο εκδοχές: Η πρώτη (Bekker) θεωρεί ότι γινόταν για τη συγκομιδή των σπαρτών, πιθανώς τον μήνα Ιούνιο (Εκατομβαιώνα), ενώ η δεύτερη (Σχολιαστής του Λουκιανού) αναφέρει ότι γινόταν με την ευκαιρία του τρύγου και το άνοιγμα του νέου κρασιού και από αυτό συμπεραίνεται ότι την τελούσαν τον Δεκέμβριο (Ποσειδώνα), όπως αναφέρει και o αρχαίος ερμηνευτής Φιλόχορος. Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, κατά τον εορτασμό των Α. στην Ελευσίνα τελούνταν και μυστηριακές τελετές μόνο από γυναίκες, κατά τις οποίες αυτές επιδίδονταν σε αστειότητες και διάφορες αισχρότητες μεταξύ τους. Πιστεύεται επίσης ότι διοργανώνονταν αθλητικοί αγώνες και άλλα δημόσια θεάματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀλωά — ἀλωά̱ , ἀλωή threshing floor fem nom/voc/acc dual (epic doric) ἀλωά̱ , ἀλωή threshing floor fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλῴα — ἁλῴᾱ , ἁλώιος fem nom/voc/acc dual ἁλῴᾱ , ἁλώιος fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωᾷ — ἀλωή threshing floor fem dat sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωάν — ἀλωά̱ν , ἀλωή threshing floor fem acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωάς — ἀλωά̱ς , ἀλωή threshing floor fem acc pl (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωάων — ἀλωά̱ων , ἀλωή threshing floor fem gen pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλῳάς — ἀλῳά̱ς , ἀλωή threshing floor fem acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλωάς — ἀλωά̱ς , ἀλωή threshing floor fem acc pl (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Alóas — ALÓAS, ădis, Gr. Ἀλωὰς, άδος, ein Beynamen der Ceres, von ἀλωὰ, eine Tenne, weil auch diese ihr, als der Göttinn des Getraides, geheiliget war. Ihr zu Ehren wurden insonderheit auch die Dreschfeste Ἀλῶα oder Ἀλῶα, im December von den Ackerleuten… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • αλωή — ἀλωή, η (Α) (επικός και μεταγενέστερος τύπος ἀλωά, πρβλ. αττ. τύπο ἅλως) 1. το αλώνι 2. έκταση φυτεμένη με αμπέλια, αμπελώνας 3. οποιαδήποτε καλλιεργημένη έκταση, κήπος, φυτεία 4. φωτεινός κύκλος γύρω από τον ήλιο ή το φεγγάρι, «άλως», «αλώνι» 5 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”